Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ συνήϑεια

  • 1 συνήθεια

    A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους ς. Isoc.1.1;

    διατριβαὶ καὶ -θειαι μετά τινων Aeschin.2.23

    ; ἡ τῶν φίλων ς. ib.152;

    σ. καὶ φιλία Arist.GA 753a12

    ; ἡ πολιτικὴ ς. Id.EN 1181a11;

    τὰς τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1

    ;

    ὅπως ἂν αἱ σ. διαζευχθῶσιν Arist.Pol. 1319b26

    ; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι ς. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.);

    ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3

    (iii B.C.).
    b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.);

    σ. ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e

    ;

    πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23

    .
    2 of animals, herding together, Arist.HA 575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας in herds, ib. 611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας in messes, Plb.35.4.14.
    II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι ς. bad habits, Epicur.Sent.Vat.46;

    κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου Pl.R. 620a

    ; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg. 865e; ἡ σ. τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4;

    λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3

    , cf. 60.27;

    πολλῆς.. σ. ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46

    ; τῇ σ. τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg. 656d: with Preps.,

    διὰ συνήθειαν Id.Sph. 248b

    ; διὰ τὴν ς. Arist. HA 494b21;

    ἐκ συνηθείας OGI629.12

    ,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ ς. Pl.R.l.c.;

    παρὰ συνήθειαν Id.Lg. 655e

    ;

    ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht. 157b

    ; σ. ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2;

    σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a

    .
    2 the customary usage of language,

    ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht. 168b

    , cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ σ. τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους ς., Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ ς. Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ ς. Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν ς. A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.
    III customary gratuity, Sammelb.7336.13 (iii A.D.), 7369.25 (vi A.D.), PLond.1.113 (3).11, 3.1036.8 (both vi A.D.): pl., perquisites, Cod.Just.3.2.4, Just. Nov.134.1, al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήθεια

  • 2 συνήθεια

    η, συνήθ(ε)ιο τό привычка, обыкновение; обычай;

    ζήτημα συνήθειας — дело привычки;

    είναι συνήθεια σε κάποιον — быть в обычае у кого-л.;

    δεν έχω συνήθεια — не иметь привычки;

    τώχω συνήθεια — я уже привык;

    του έγινε συνήθεια — или τό πήρε συνήθειο — это вошло у него в привычку;

    κατά ( — или από) συνήθεια — по привычке;

    κατά την συνήθεια - — ло обычаю;

    παρά τη συνήθεια — против обыкновения;

    έχω τη συνήθεια — иметь обыкновение;

    § κάθε τόπος και συνήθειο — погов, что ни город, то норов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνήθεια

  • 3 συνήθεια

    συν-ήθεια, , das Zusammenwohnen, -leben; geselliger Umgang; von Liebesgemeinschaft; Angewöhnung, Gewohnheit; ὑπὸ συνηϑείας, aus Gewohnheit; ἐκ συνηϑείας ῥημάτων τε καὶ ὀνομάτων, nach dem Sprachgebrauche; Übung

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > συνήθεια

  • 4 Η συνήθεια κάνει νόμο

    – Η έξη είναι η δεύτερη φύση
    – Η συνήθεια κάνει νόμο
    – Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι
    Привычка – вторая натура
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η συνήθεια κάνει νόμο

  • 5 Τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιον

    Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς κι αντέτι
    – Όσες χώρες, τόσες συνήθειες
    – Τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιον
    Что город, то норов; что деревня – то обычай
    Во всяком подворье свое поверье
    Со своим уставом в чужой монастырь не ходят
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιον

  • 6 Έμαθα γυμνός και ντρέπομαι ντυμένος

    – Η έξη είναι η δεύτερη φύση
    – Η συνήθεια κάνει νόμο
    – Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι
    Привычка – вторая натура
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έμαθα γυμνός και ντρέπομαι ντυμένος

  • 7 Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι

    – Η έξη είναι η δεύτερη φύση
    – Η συνήθεια κάνει νόμο
    – Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι
    Привычка – вторая натура
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι

  • 8 Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς κι αντέτι

    Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς κι αντέτι
    – Όσες χώρες, τόσες συνήθειες
    – Τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιον
    Что город, то норов; что деревня – то обычай
    Во всяком подворье свое поверье
    Со своим уставом в чужой монастырь не ходят
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς κι αντέτι

  • 9 ἐπι-πλοκή

    ἐπι-πλοκή, , Verflechtung, Verknüpfung, Luc. Char. 16; der Umgang, Ver Kehr, βραχεῖά τις ἦν ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Pol. 5, 37, 2; εἰς Πελοπόννησον 4, 3, 3, öfter; καὶ συνήϑεια Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, D. Sic. 4, 9. 5, 32, wie Plut. Sol. 20. – In der Metrik, Hephaest. p. 83 ff.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπι-πλοκή

  • 10 συντροφία

    A common nurture, Ph.2.11, Plu.Cat.Ma.20, PTeb.407.6 (ii A.D.).
    2 generally, living together, society,

    σ. καὶ συνήθεια Plb.6.5.10

    , cf. D.H.6.74; τινος with one, D.S.30.17; ἡ πρὸς ἡμᾶς ς. Str.8.3.3.
    II brood, AP7.216 (Antip. Thess.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντροφία

  • 11 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 12 νόμος

    νόμος, ου, ὁ (νέμω; [Zenodotus reads ν. in Od. 1, 3] Hes.+; loanw. in rabb.—On the history of the word MPohlenz, Nomos: Philol 97, ’48, 135–42; GShipp, Nomos ‘Law’ ’78; MOstwald, Nomos and the Beginnings of Athenian Democracy ’69). The primary mng. relates to that which is conceived as standard or generally recognized rules of civilized conduct esp. as sanctioned by tradition (Pind., Fgm. 152, 1=169 Schr. νόμος ὁ πάντων βασιλεύς; cp. SEG XVII, 755, 16: Domitian is concerned about oppressive practices hardening into ‘custom’; MGigante, ΝΟΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ [Richerche filologiche 1] ’56). The synonym ἔθος (cp. συνήθεια) denotes that which is habitual or customary, especially in reference to personal behavior. In addition to rules that take hold through tradition, the state or other legislating body may enact ordinances that are recognized by all concerned and in turn become legal tradition. A special semantic problem for modern readers encountering the term ν. is the general tendency to confine the usage of the term ‘law’ to codified statutes. Such limitation has led to much fruitless debate in the history of NT interpretation.—HRemus, Sciences Religieuses/Studies in Religion 13, ’84, 5–18; ASegal, Torah and Nomos in Recent Scholarly Discussion, ibid., 19–27.
    a procedure or practice that has taken hold, a custom, rule, principle, norm (Alcman [VII B.C.], Fgm. 93 D2 of the tune that the bird sings; Ocellus [II B.C.] c. 49 Harder [1926] τῆς φύσεως νόμος; Appian, Basil. 1 §2 πολέμου ν., Bell. Civ. 5, 44 §186 ἐκ τοῦδε τοῦ σοῦ νόμου=under this rule of yours that governs action; Polyaenus 5, 5, 3 ν. πόμπης; 7, 11, 6 ν. φιλίας; Sextus 123 τοῦ βίου νόμος; Just., A II, 2, 4 παρὰ τὸν τῆς φύσεως ν.; Ath. 3, 1 νόμῳ φύσεως; 13, 1 θυσιῶν νόμῳ)
    gener. κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκίνης in accordance w. the rule of an external commandment Hb 7:16. εὑρίσκω τὸν νόμον I observe an established procedure or principle or system Ro 7:21 (ν. as ‘principle’, i.e. an unwritten rightness of things Soph., Ant. 908). According to Bauer, Paul uses the expression νόμος (which dominates this context) in cases in which he prob. would have preferred another word. But it is also prob. that Paul purposely engages in wordplay to heighten the predicament of those who do not rely on the gospel of liberation from legal constraint: the Apostle speaks of a principle that obligates one to observe a code of conduct that any sensible pers. would recognize as sound and valid ὁ νόμος τ. νοός μου vs. 23b (s. νοῦς 1a). Engaged in a bitter struggle w. this νόμος there is a ἕτερος νόμος which, in contrast to the νοῦς, dwells ἐν τοῖς μέλεσίν μου in my (physical) members vs. 23a, and hence is a νόμος τῆς ἁμαρτίας vs. 23c and 25b or a νόμος τ. ἁμαρτίας καὶ τ. θανάτου 8:2b. This sense prepares the way for the specific perspective
    of life under the lordship of Jesus Christ as a ‘new law’ or ‘system’ of conduct that constitutes an unwritten tradition ὁ καινὸς ν. τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 2:6; in brief ν. Ἰησοῦ Χριστοῦ IMg 2 (cp. Just., D. 11, 4; 43, 1; Mel., P. 7, 46). Beginnings of this terminology as early as Paul: ὁ ν. τοῦ Χριστοῦ =the standard set by Christ Gal 6:2 (as vs. 3 intimates, Christ permitted himself to be reduced to nothing, thereby setting the standard for not thinking oneself to be someth.). The gospel is a νόμος πίστεως a law or system requiring faith Ro 3:27b (FGerhard, TZ 10, ’54, 401–17) or ὁ ν. τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χρ. Ἰ. the law of the spirit (=the spirit-code) of life in Chr. J. 8:2a. In the same sense Js speaks of a ν. βασιλικός (s. βασιλικός) 2:8 or ν. ἐλευθερίας vs. 12 (λόγος ἐλ. P74), ν. τέλειος ὁ τῆς ἐλευθερίας 1:25 (association w. 1QS 10:6, 8, 11 made by EStauffer, TLZ 77, ’52, 527–32, is rejected by SNötscher, Biblica 34, ’53, 193f. On the theme of spontaneous moral achievement cp. Pind., Fgm. 152 [169 Schr.] 1f νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς | θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων | ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον| ὑπερτάτᾳ χειρί=custom is lord of all, of mortals and immortals both, and with strong hand directs the utmost power of the just. Plut., Mor. 780c interprets Pindar’s use of νόμος: ‘not written externally in books or on some wooden tablets, but as lively reason functioning within him’ ἔμψυχος ὢν ἐν αὐτῷ λόγῳ; Aristot., EN 4, 8, 10 οἷον ν. ὢν ἑαυτῷ; Diod S 1, 94, 1 ν. ἔγγραπτος; cp. also Ovid, Met. 1, 90 sponte sua sine lege fidem rectumque colebat; Mayor, comm. ‘Notes’ 73.—RHirzel, ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ 1903.). Some would put ὁ νόμος Js 2:9 here (s. LAllevi, Scuola Cattol. 67, ’39, 529–42), but s. 2b below.—Hermas too, who in part interprets Israel’s legal tradition as referring to Christians, sees the gospel, exhibited in Christ’s life and words, as the ultimate expression of God’s will or ‘law’. He says of Christ δοὺς αὐτοῖς (i.e. the believers) τὸν ν., ὅν ἔλαβε παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Hs 5, 6, 3, cp. Hs 8, 3, 3. Or he sees in the υἱὸς θεοῦ κηρυχθεὶς εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς, i.e. the preaching about the Son of God to the ends of the earth, the νόμος θεοῦ ὁ δοθεὶς εἰς ὅλον. τ. κόσμον 8, 3, 2. Similarly to be understood are τηρεῖν τὸν ν. 8, 3, 4. ὑπὲρ τοῦ ν. παθεῖν 8, 3, 6. ὑπὲρ τοῦ ν. θλίβεσθαι 8, 3, 7. ἀρνησάμενοι τὸν νόμον ibid. βλασφημεῖν τὸν ν. 8, 6, 2.
    constitutional or statutory legal system, law
    gener.: by what kind of law? Ro 3:27. ν. τῆς πόλεως the law of the city enforced by the ruler of the city (ν. ἐν ταῖς πόλεσι γραπτός Orig., C. Cels. 5, 37, 2); the penalty for breaking it is banishment Hs 1:5f. τοῖς ν. χρῆσθαι observe the laws 1:3; πείθεσθαι τοῖς ὡρισμένοις ν. obey the established laws Dg 5:10; νικᾶν τοὺς ν. ibid. (νικάω 3). Ro 7:1f, as well as the gnomic saying Ro 4:15b and 5:13b, have been thought by some (e.g. BWeiss, Jülicher) to refer to Roman law, but more likely the Mosaic law is meant (s. 3 below).
    specifically: of the law that Moses received from God and is the standard according to which membership in the people of Israel is determined (Diod S 1, 94, 1; 2: the lawgiver Mneves receives the law from Hermes, Minos from Zeus, Lycurgus from Apollo, Zarathustra from the ἀγαθὸς δαίμων, Zalmoxis from Hestia; παρὰ δὲ τοῖς Ἰουδαίοις, Μωϋσῆς receives the law from the Ἰαὼ ἐπικαλούμενος θεός) ὁ ν. Μωϋσέως Lk 2:22; J 7:23; Ac 15:5. ν. Μωϋσέως Ac 13:38; Hb 10:28. Also ὁ ν. κυρίου Lk 2:23f, 39; GJs 14:1. ὁ ν. τοῦ θεοῦ (Theoph. Ant. 2, 14 [p. 136, 4]) Mt 15:6 v.l.; Ro 8:7 (cp. Tat. 7, 2; 32, 1; Ath. 3:2). ὁ ν. ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτῶν etc. J 18:31; 19:7b v.l.; Ac 25:8. κατὰ τὸν ἡμέτερον ν. 24:6 v.l. (cp. Jos., Ant. 7, 131). ὁ πατρῷος ν. 22:3. τὸν ν. τῶν ἐντολῶν Eph 2:15. Since the context of Ac 23:29 ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν points to the intimate connection between belief, cult, and communal solidarity in Judean tradition, the term νόμος is best rendered with an hendiadys: (charged in matters) relating to their belief and custom; cp. ν. ὁ καθʼ ὑμᾶς 18:15. Ro 9:31 (CRhyne, Νόμος Δικαιοσύνης and the meaning of Ro 10:4: CBQ 47, ’85, 486–99).—Abs., without further qualification ὁ ν. Mt 22:36; 23:23; Lk 2:27; J 1:17; Ac 6:13; 7:53; 21:20, 28; Ro 2:15 (τὸ ἔργον τοῦ νόμου the work of the law [=the moral product that the Mosaic code requires] is written in the heart; difft. Diod S 1, 94, 1 ν. ἔγγραπτος, s. 1b, above), 18, 20, 23b, 26; 4:15a, 16; 7:1b, 4–7, 12, 14, 16; 8:3f; 1 Cor 15:56; Gal 3:12f, 17, 19, 21a, 24; 5:3, 14; 1 Ti 1:8 (GRudberg, ConNeot 7, ’42, 15); Hb 7:19 (s. Windisch, Hdb. exc. ad loc.), 28a; 10:1; cp. Js 2:9 (s. 1b above); μετὰ τὸν ν. Hb 7:28b; οἱ ἐν τῷ ν. Ro 3:19; κατὰ τὸν ν. according to the (Mosaic) law (Jos., Ant. 14, 173; 15, 51 al.; Just., D. 10, 1) J 19:7b; Ac 22:12; 23:3; Hb 7:5; 9:22. παρὰ τ. νόμον contrary to the law (Jos., Ant. 17, 151, C. Ap. 2, 219; Ath. 1, 3 παρὰ πάντα ν.) Ac 18:13.—νόμος without the art. in the same sense (on the attempt, beginning w. Origen, In Ep. ad Ro 3:7 ed. Lomm. VI 201, to establish a difference in mng. betw. Paul’s use of ὁ νόμος and νόμος s. B-D-F §258, 2; Rob. 796; Mlt-Turner 177; Grafe [s. 3b below] 7–11) Ro 2:13ab, 17, 23a, * 25a; 3:31ab; 5:13, 20; 7:1a (s. above); Gal 2:19b; 5:23 (JRobb, ET 56, ’45, 279f compares κατὰ δὲ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος Aristot., Pol. 1284a). δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ … 1 Ti 1:9. Cp. ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος Ro 2:14 (in Pla., Pol. and in Stoic thought the wise person needed no commandment [Stoic. III 519], the bad one did; MPohlenz, Stoa ’48/49 I 133; II 75). Used w. prepositions: ἐκ ν. Ro 4:14; Gal 3:18, 21c (v.l. ἐν ν.); Phil 3:9 (ἐκ νόμου can also mean corresponding to or in conformity with the law: PRev 15, 11 ἐκ τῶν νόμων); cp. ἐκ τοῦ νόμου Ro 10:5. διὰ νόμου Ro 2:12b; 3:20b; 4:13; 7:7b; Gal 2:19a, 21; ἐν ν. (ἐν τῷ ν. Iren. 3, 11, 8 [Harv. II 49, 9]) Ro 2:12a, 23; Gal 3:11, 21c v.l.; 5:4; Phil 3:6. κατὰ νόμον 3:5; Hb 8:4; 10:8 (make an offering κατὰ νόμον as Arrian, Anab. 2, 26, 4; 5, 8, 2); χωρὶς ν. Ro 3:21a; 7:8f; ἄχρι ν. 5:13a. ὑπὸ νόμον 6:14f; 1 Cor 9:20; Gal 3:23; 4:4f, 21a; 5:18 (cp. Just., D. 45, 3 οἱ ὑπὸ τὸν ν.).—Dependent on an anarthrous noun παραβάτης νόμου a law-breaker Ro 2:25b ( 27b w. art.); Js 2:11. ποιητὴς ν. one who keeps the law 4:11d (w. art. Ro 2:13b). τέλος ν. the end of the law Ro 10:4 (RBultmann and HSchlier, Christus des Ges. Ende ’40). πλήρωμα ν. fulfilment of the law 13:10. ν. μετάθεσις a change in the law Hb 7:12. ἔργα ν. Ro 3:20a, 28; 9:32 v.l.; Gal 2:16; 3:2, 5, 10a.—(ὁ) ν. (τοῦ) θεοῦ Ro 7:22, 25a; 8:7 because it was given by God and accords w. his will. Lasting Mt 5:18; Lk 16:17 (cp. Bar 4:1; PsSol 10:4; Philo, Mos. 2, 14; Jos., C. Ap. 2, 277).—Used w. verbs, w. or without the art.: ν. ἔχειν J 19:7a; Ro 2:14 (ApcSed 14:5). πληροῦν ν. fulfill the law Ro 13:8; pass. Gal 5:14 (Mel., P. 42, 291). πληροῦν τὸ δικαίωμα τοῦ ν. fulfill the requirement of the law Ro 8:4. φυλάσσειν τὸν ν. observe the law Ac 21:24; Gal 6:13. τὰ δικαιώματα τοῦ ν. φυλάσσειν observe the precepts of the law Ro 2:26; διώκειν ν. δικαιοσύνης 9:31a; πράσσειν ν. 2:25a. ποιεῖν τὸν ν. J 7:19b; Gal 5:3; Ro 2:14b, s. below; τὸν ν. τηρεῖν Js 2:10. τὸν ν. τελεῖν Ro 2:27. φθάνειν εἰς ν. 9:31b. κατὰ ν. Ἰουδαϊσμὸν ζῆν IMg 8:1 v.l. is prob. a textual error (Pearson, Lghtf., Funk, Bihlmeyer, Hilgenfeld; Zahn, Ign. v. Ant. 1873 p. 354, 1 [difft. in Zahn’s edition] all omit νόμον as a gloss and are supported by the Latin versions; s. Hdb. ad loc.). τὰ τοῦ ν. ποιεῖν carry out the requirements of the law Ro 2:14b (ApcSed 14:5; FFlückiger, TZ 8, ’52, 17–42). καταλαλεῖν νόμου, κρίνειν ν. Js 4:11abc. ἐδόθη ν. Gal 3:21a.—Pl. διδοὺς νόμους μου εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν Hb 8:10; cp. 10:16 (both Jer 38:33).—Of an individual stipulation of the law ὁ νόμος τοῦ ἀνδρός the law insofar as it concerns the husband (Aristot., Fgm. 184 R. νόμοι ἀνδρὸς καὶ γαμετῆς.—SIG 1198, 14 κατὰ τὸν νόμον τῶν ἐρανιστῶν; Num 9:12 ὁ ν. τοῦ πάσχα; Philo, Sobr. 49 ὁ ν. τῆς λέπρας) Ro 7:2b; cp. 7:3 and δέδεται νόμῳ vs. 2a (on the imagery Straub 94f); 1 Cor 7:39 v.l.—The law is personified, as it were (Demosth. 43, 59; Aeschin. 1, 18; Herm. Wr. 12, 4 [the law of punishment]; IMagnMai 92a, 11 ὁ ν. συντάσσει; b, 16 ὁ ν. ἀγορεύει; Jos., Ant. 3, 274) J 7:51; Ro 3:19.
    a collection of holy writings precious to God’s people, sacred ordinance
    in the strict sense the law=the Pentateuch, the work of Moses the lawgiver (Diod S 40, 3, 6 προσγέγραπται τοῖς νόμοις ἐπὶ τελευτῆς ὅτι Μωσῆς ἀκούσας τοῦ θεοῦ τάδε λέγει τ. Ἰουδαίοις=at the end of the laws this is appended: this is what Moses heard from God and is telling to the Jews. ὁ διὰ τοῦ ν. μεταξὺ καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διαστείλας θεός Iren. 3, 12, 7 [Harv. II 60, 3]; cp. Hippol., Ref. 7, 34, 1) τὸ βιβλίον τοῦ νόμου Gal 3:10b (cp. Dt 27:26). Also simply ὁ νόμος (Jos., Bell. 7, 162 ὁ ν. or 2, 229 ὁ ἱερὸς ν. of the holy book in a concrete sense) Mt 12:5 (Num 28:9f is meant); J 8:5; 1 Cor 9:8 (cp. Dt 25:4); 14:34 (cp. Gen 3:16); Gal 4:21b (the story of Abraham); Hb 9:19. ὁ ν. ὁ ὑμέτερος J 8:17 (cp. Jos., Bell. 5, 402; Tat. 40, 1 κατὰ τοὺς ἡμετέρους ν.). ἐν Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται 1 Cor 9:9. καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ κυρίου Lk 2:23 (γέγραπται ἐν νόμῳ as Athen. 6, 27, 23c; IMagnMai 52, 35 [III B.C.]; Mel., P. 11, 71; cp. Just., D. 8, 4 τὰ ἐν τῷ ν. γεγραμμένα); cp. vs. 24. ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ J 1:45 (cp. Cercidas [III B.C.], Fgm. 1, 18f Diehl2 [=Coll. Alex. p. 204, 29=Knox p. 196] καὶ τοῦθʼ Ὅμηρος εἶπεν ἐν Ἰλιάδι).—The Sacred Scriptures (OT) referred to as a whole in the phrase ὁ ν. καὶ οἱ προφῆται (Orig., C. Cels. 2, 6, 4; cp. Hippol., Ref. 8, 19, 1) the law (הַתּוֹרָה) and the prophets (הַנְּבִיאִים) Mt 5:17; 7:12; 11:13; 22:40; Lk 16:16; Ac 13:15; 24:14; 28:23; Ro 3:21b; cp. Dg 11:6; J 1:45. τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ ν. Μωϋσέως καὶ τοῖς προφήταις καὶ ψαλμοῖς Lk 24:44.
    In a wider sense=Holy Scripture gener., on the principle that the most authoritative part gives its name to the whole (ὁ ν. ὁ τοῦ θεοῦ Theoph. Ant. 1, 11 [p. 82, 15]): J 10:34 (Ps 81:6); 12:34 (Ps 109:4; Is 9:6; Da 7:14); 15:25 (Ps 34:19; 68:5); 1 Cor 14:21 (Is 28:11f); Ro 3:19 (preceded by a cluster of quotations fr. Psalms and prophets).—Mt 5:18; Lk 10:26; 16:17; J 7:49.—JHänel, Der Schriftbegriff Jesu 1919; OMichel, Pls u. s. Bibel 1929; SWesterholm, Studies in Religion 15, ’86, 327–36.—JMeinhold, Jesus u. das AT 1896; MKähler, Jesus u. das AT2 1896; AKlöpper, Z. Stellung Jesu gegenüber d. Mos. Gesetz, Mt 5:17–48: ZWT 39, 1896, 1–23; EKlostermann, Jesu Stellung z. AT 1904; AvHarnack, Hat Jesus das atl. Gesetz abgeschafft?: Aus Wissenschaft u. Leben II 1911, 225–36, SBBerlAk 1912, 184–207; KBenz, D. Stellung Jesu zum atl. Gesetz 1914; MGoguel, RHPR 7, 1927, 160ff; BBacon, Jesus and the Law: JBL 47, 1928, 203–31; BBranscomb, Jes. and the Law of Moses 1930; WKümmel, Jes. u. d. jüd. Traditionsged.: ZNW 33, ’34, 105–30; JHempel, D. synopt. Jesus u. d. AT: ZAW 56, ’38, 1–34.—Lk-Ac: JJervell, HTR 64, ’71, 21–36.—EGrafe, D. paulin. Lehre vom Gesetz2 1893; HCremer, D. paulin. Rechtfertigungslehre 1896, 84ff; 363ff; FSieffert, D. Entwicklungslinie d. paul. Gesetzeslehre: BWeiss Festschr. 1897, 332–57; WSlaten, The Qualitative Use of νόμος in the Pauline Ep.: AJT 23, 1919, 213ff; HMosbech, Pls’ Laere om Loven: TT 4/3, 1922, 108–37; 177–221; EBurton, ICC, Gal 1921, 443–60; PFeine, Theol. des NT6 ’34, 208–15 (lit.); PBenoit, La Loi et la Croix d’après S. Paul (Ro 7:7–8:4): RB 47, ’38, 481–509; CMaurer, D. Gesetzeslehre des Pls ’41; PBläser, D. Gesetz b. Pls ’41; BReicke, JBL 70, ’51, 259–76; GBornkamm, Das Ende d. Gesetzes ’63; HRaisänen, Paul and the Law2 ’87; PRichardson/SWesterholm, et al., Law in Religious Communities in the Rom. Period, ’91 (Torah and Nomos); MNobile, La Torà al tempo di Paolo, alcune ri-flessioni: Atti del IV simposio di Tarso su S. Paolo Apostolo, ed. LPadovese ’96, 93–106 (lit. 93f, n. 1).—Dodd 25–41.—B. 1358; 1419; 1421. DELG s.v. νέμω Ic. Schmidt, Syn. I 333–47. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > νόμος

  • 13 έχω

    (παρατ είχα, αόρ. εσχον) 1. μετ.
    1) в разн. знач иметь;

    έχω σπίτι (άλογο, μαγαζί) — иметь дом (лошадь, магазин);

    έχω πολλούς φίλους — иметь много друзей;

    έχω δυό παιδιά — иметь двоих детей;

    δεν έχω τίποτα — ничего не иметь;

    δεν έχει ποτέ του χρήματα πάνω του — он никогда не имеет при себе денег;

    έχω χρέη — иметь долги;

    έχω γερά δόντια — иметь крепкие зубы;

    έχω ωραία φωνή — обладать прекрасным голосом;

    έχω ισχυρή μνήμη — иметь крепкую память;

    έχω δικαίωμα (τη δυνατότητα) — иметь право (возможность);

    έχω μεγάλη επιθυμία — иметь большое желание, сильно желать;

    έχω μεγάλη σημασία — иметь большое значение;

    έχω υπόληψη (εκτίμηση) — пользоваться хорошей репутацией (уважением);

    έχω πείρα — иметь опыт;

    έχω στη διάθεση μου — иметь в своём распоряжении, располагать (кем-чем-л.);

    δεν έχω καιρό — у меня нет времени, мне некогда;

    δεν έχω όρεξη (διάθεση) — не иметь аппетита (настроения);

    έχει ομορφιά — он красив;

    έχει λεβεντιά — он молодец;

    ασχήμια πού την έχει! — разве он не красив?!, чем он плох?!;

    έχουμε μουσαφιρέους ( — или μουσαφίρη δες) — у нас сегодня гости;

    έχουμε άνοιξη — у нас весна;

    έχουμε δημοκρατία — у нас демократический строй;

    2) держать, оставлять;

    έχω ανοικτά τα παράθυρα — держать окна открытыми;

    3) держать, содержать (где-л.);

    τον έχουν (στη) φυλακή ( — или μέσα) — его содержат в тюрьме:

    4) стоить;

    πόσο έχει; — сколько стоит?;

    5) считать, полагать;

    τον έχουν γιά πλούσιο (τρελλό) — его считают богатым (сумасшедшим);

    τον έχουν χαμένο — его считают погибшим;

    δεν σ'εχω άξιο να το κάμεις я не думаю, что ты способен на это;

    τον έχω σαν πατέρα — я считаю его своим отцом;

    δεν σ' έχω άνθρωπο, αν δεν το κάμεις ты бу- дешь последним человеком, если не сделаешь этого;
    δεν σού τώχα να είσαι τόσο ζηλιάρης я не думал, что ты та- кой ревнивый;

    τό έχω ντροπή μου — мне стыдно за себя;

    τό έχω τιμή μου πού... — я горжусь тем, что...;

    καλλίτερα έχω να... — я предпочитаю..., лучше...;

    6) страдать, быть больным (чём-л.);

    έχ πνευμονία (φθίση, πυρετό, βήχα) — у меня воспаление лёгких (туберкулёз, жар, кашель);

    7) заключать в себе;

    δεν έχει τίποτε ιιέσα — быть пустым;

    τό μπουκάλι δεν έχει πλέον τίποτε — в бутылке больше ничего нет;

    8) носить (усы и т. п.);

    έχω γένεια — носить бороду;

    9) (о времени, большей частью не переводится):

    έχει χρόνια στην Αμερική — он уже три года живёт в Америке;

    έχει ώρα πού εφυγε — он уже давно ушёл;

    έχω καιρό να... — я уже давно не...;

    έχω καιρό να φάω κρέας — я давно не ел мяса;

    έχει δυό μέρες να φάει — он уже два дня ничего не ел;

    έχω ενα χρόνο να τον δώ [ — уже год, как я его не видел;

    10) (в сочетании с сущ. обозначает действие или состояние по значению данного сущ.):

    έχω χρέος — я должен, я обязан;

    έχω χρείαν — нуждаться;

    έχω πένθος — быть в трауре, носить траур;

    έχω τη γνώμη — иметь мнение, полагать, думать;

    έχω τη δύναμη — быть в состоянии, мочь;

    έχω τρεχάματα — суетиться, хлопотать;

    § έχω εξ ακοής — знать понаслышке;

    έχω υπόψη (υπ' όψιν) — иметь в виду;

    έχω ουμε υπ' όψιν... — имеется в виду;

    έχω την τιμή... — иметь честь...;

    δεν έχω την τιμή να γνορίζω... — не имею чести знать...;

    έχω τό λόγο — моя очередь выступать, прошу слова;

    τό λόγο έχει... — слово имеет..., слово предоставляется...;

    τα έχω καλά (κακά) με... — быть в хороших (плохих) отношениях с...;

    έχκαίγω να κάνω σ' αυτή τη δουλειά — я тоже участвую в этом деле, и я заинтересован в этом деле;

    δεν έχω καμιάν αντίρρηση — не иметь ничего против;

    δεν έχω ιδέα ( — или είδηση) — не иметь никакого представления, ничего не знать;

    δεν έχει καθόλου μυαλό — у него голова совсем не работает;

    δεν το χει γιά τίποτα να... ему ничего не стоит..., он может запросто..., он способен на...;

    δεν τον έχω σε υπόληψη — я его не уважаю;

    την έχω ασχημα — плохи мои дела;

    τό έχω σε καλό (κακό) — для меня эτο — хорошее (плохое) предзнаменование;

    έχω кап να σού πω — я хочу кое-что тебе сказать;

    έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — а) не спускать глаз (с кого-л.), присматривать как следует (за кем-л.); — б) смотреть в оба;

    πού είχες τα μάτια σου και δεν τον είδες куда смотрели твой глаза, что ты не видел его;

    τον έχω σαν τα μάτια μου — я им очень дорожу;

    δεν έχω μάτια να τον δώ — я не могу его видеть;

    έχω τη συνήθεια — иметь обыкновение;

    έχω σχέση — иметь отношение;

    έχω τα νεύρα μου — нервничать, быть в раздражённом состоянии;

    έχω την πλώρη μου κατά τον κάβο — держать курс на мыс;

    έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках;

    έχω σκοπό να... — намереваться, иметь целью...;

    έχω στο νού μου — или έχω κατά νούν — иметь на уме, собираться, намереваться;

    έχω τό νού μου — а) обращать внимание;

    б) быть бдительным, осмотрительным;

    έχει το νού του πάντα στίς γυναίκες — у него вечно женщины на уме;

    έχε το νού σου στο φαί — посмотри за едой (которая варится, жарится);

    τα έχω σωστά — или τα έχω τετρακόσια — а) быть семи пядей во лбу; — б) быть в здравом уме;

    τα έχω με κάποιον — а) питать вражду к кому-л.; — б) завязывать любовную связь с кем-л.;

    τα έχω με τον Γιάννη — мы в плохих отношениях с Янисом;

    τα έχω ψήσει — завязывать любовные связи;

    τον έχει με το μέρος του — он обеспечил себе его поддержку;

    τον έχω στο χέρι — я его держу в руках, он у меня в руках;

    μάς είχε τραπέζι он устроил для нас обед;
    εχετε την καλωσύνη... будьте добры (любезны)...;

    έχετε γεια! — будьте здоровы!, до свидания!;

    έτσι το έχουμε — у нас так, такой у нас обычай;

    τί έχεις; — что с тобой?;

    τί έχουμε;

    что нового?;
    τί 'χαμέ τί χάσαμε нам нечего было терять;

    έχε χάρη πού... — благодари бога, что...;

    να 'χεις χάρη τού πατέρα σου ειδεμή... благодари своего отца, иначе...;

    έχει τα ροΰχα της — у неё менструация;

    έχει τα ρούχα του — или έχει τα φεγγαριάτικά του — у него припадок;

    τό έχει το σκαρί του — у него такая натура;

    τα έχω χαμένα — я не знаю, что делать;

    έχει τα χρονάκια του — он не такой уж молодой;

    από δώ τον είχα, από κει τον είχα, τον κατάφερα я его кое-как уговорил;
    ας τα κλαίει, πού τα χει его у бы- ток, ему и плакать;

    καλώς έχόντων των πραγμάτων — если всё будет хорошо, если ничего не случится;

    κάλλιο (или καλύτερα) το χω... παρά... или κάλλια χω... παρά... или έχω καλλίτερα να... παρά... лучше... чем...;

    ουκ άν λάβεις παρά τού μη έχοντος — погов, с голыша не возьмёшь ни шиша;

    τί έχεις, Γιάννη;

    τί χα πάντα погов, каким ты был, таким и остался;

    όποιος έχει παπούτσια, χτυπάει τα τακούνια — посл. у кого есть ботинки, тот и топает каблуками; — кто платит деньги, тот и заказывает музыку;

    εμείς ψωμί δεν έχουμε και λάχανο αγοράζουμε — посл, хлеба нет, а капусту покупаем; — ест орехи, а на зипуне прорехи;

    όποιος έχεν πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα — погов, у богатого и по бороде масло течёт; — не знает, куда девать (что-л.), с жиру бесится;

    2. αμετ.
    1) чувствовать себя;

    πως έχετεστήν υγεία σας; — как ваше здоровье?;

    2) απρόσ. есть, имеется;

    δεν έχει ψωμί στο σπίτι — в доме нет хлеба;

    δεν έχει πλέον — больше нет, не имеется;

    έχει κουνέλια εδώ — здесь есть кролики;

    επάνω στο τραπέζι έχει ένα κανάτι νερό — на столе стоит графин с водой;

    σήμερα έχει βροχή (κρύο, λάσπη, αέρα) — сегодня дождь (холод, грязь, ветер);

    αύριο θα έχει ωραία ημέρα — завтра будет хороший день;

    έχει καλώς — хорошо;

    έχει χορό απόψε — у нас сегодня вечер, бал;

    δεν έχει πιά γκρίνιες никто больше не ноет, не хнычет;
    3. (вспомогательный гл. для образования перфектной формы):

    έχω γράψει, — или έχ γραμμένο — я уже написал;

    είχα γραφθεί я уже записался;
    4. (с зависимым наклонением обозначает долженствование):

    έχω να γράψω (να πλύνω) — я должен написать, (постирать);

    έχω να κάνω με... — я должен иметь дело...;

    έχω να πάρω εκατό δραχμές — мне причитается сто драхм;

    δεν έχεις να πας πουθενά — ты отсюда не должен никуда уходить;

    § πόσο έχει ο μήνας; — какое сегодня число?;

    έχει δεν έχει — как бы то ни было, так или иначе;

    είχε δεν είχε το έκαμε он всё-таки это сделал;

    δεν έχει να κάνει — не имеет значения;

    ούτως έχει το πράγμα — вот так обстоит дело;

    δεν έχω πού ( — или πουθενά) να... — мне некуда...;

    δεν έχω πού να βάλω τα πράγματα μου — мне некуда положить вещи;

    δεν έχω πουθενά να πάω — мне некуда пойти;

    έχομαι

    1) — придерживаться;

    έχομαι στερρώς των ιδεών μου — твёрдо придерживаться своего мнения;

    2) содержать, заключать в себе;

    οι λόγοι του δεν έχονται αληθείας — его слова лишены правды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έχω

  • 14 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 15 обычай

    α.
    έθιμο, συνήθεια ζακόνι•

    нравы и -и τα ήθη και έθιμα•

    старинный -παλαιό έθιμο•

    местный обычай τοπικό έθιμο•

    это вошло в обычай αυτό έγινε συνήθεια•

    по принятому -го κατά το επικρατόν έθιμο•

    это у нас в -е αυτό είναι το έθιμο μας.

    Большой русско-греческий словарь > обычай

  • 16 усвоить

    -ою, -оишь ρ.σ.μ.
    1. συνηθίζω,κάνω συνήθεια μου• αποκτώ•

    усвоить плохую привычку αποκτώ κακή συνήθεια.

    || παίρνω.
    2. αφομοιώνω, κάνω κτήμα μου•

    усвоить все четыре арифметических действий αφομοιώνω και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    3. παλ. βοηθώ να αφομοιώσει.
    4. χωνεύω•

    усвоить пищу χωνεύω την τροφή.

    Большой русско-греческий словарь > усвоить

  • 17 κρούω

    κρούω (verwandt mit κρότος), 1) schlagen, anschlagen, klopfen, stoßen; nach B. A. 101 eigtl. von leiser Berührung, aber im gew. Gebrauche für κόπτειν; bes. τὰς ϑύρας, was die Atticisten tadeln, obgleich es sich auch bei Attikern findet; Ar. Eccl. 317; Plat. Prot. 310 a u. öfter; Xen. Conv. 1, 11; Posidipp. bei Poll. 10, 22; auch A., wie Hatth. 7, 7, vgl. Lob. zu Phryn. 177; auch im obscönen Sinne sagt eine Frau ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν ϑύραν Ar. Eccl. 990; so auch bei Sp.; nach B. A. a. a. O. κατὰ τοῦ κακεμφάτου ἐν τῇ συνηϑείᾳ τὸ κροῦσαι κεῖται ἀντὶ τοῦ συγγενέσϑαι. – Bes. ein Saiteninstrument mit dem Plektron schlagen, κρούειν τῷ πλήκτρῳ, Plat. Lys. 209 b; πλῆκτρον ἔχει φόρμιγγος, ἔχει καὶ πλῆκτρον ἔρωτος, κρούει δ' ἀμφοτέροις καὶ φρένα καὶ κιϑάρην, von einer Citherspielerinn gesagt, Paul. Sil. 55 ( Plan. 278); so auch A.; auch κρεμβάλοις κρούειν, = κρεμβαλίζω, Ath. XIV, 636 d; u. αὐλὸν κρούειν, s. Jacobs A. P. p. 664. – Vom Tanze, κρούειν τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr. An. 7, 1, 7; ähnl. Πιερίδες ἐν δαιτὶ ϑεῶν χρυσεοσάνδαλον ἴχνος ἐν γᾷ κρούουσαι Eur. I. A. 1043; χο-ρευέτω κρούουσα πόδα Herc. Fur. 1304; – auch χεῖρας, die Hände zusammenschlagen, klatschen, Suppl. 742; – ähnl. ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσϑησιν παρέχοι, die aneinanderschlagenden Waffen, Thuc. 3, 22; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν Xen. An. 4, 5, 18, vgl. 6, 1, 10; – übh. stoßen, drängen, λόγους λόγοις Plat. Theaet. 154 e; πέπλον Eur. Cycl. 328, mit schmutziger Nebenbdtg; – κέραμον κρούειν, an ein irdenes Gefäß klopfen, um zu untersuchen, ob es einen Sprung hat, dah. übh. untersuchen, τὸ καλόν Plat. Hipp. mai. 301 b, u. Plut. – Uebh. treffen, κνῖσα κρούει ῥινὸς ἄκρας Ephipp. bei Ath. IX, 370 c. – 2) wie κρουσιμετρέω, betrügen, vom Messen des Getreides hergenommen oder vom Wägen, Harpocr.; Phocylid. 5, 13 sagt κρούειν σταϑμὸν ἑτερόζυγον. – Med., πρύμναν κρούεσϑαι, sich langsam mit dem Schiffe zurückziehen, ohne es umzuwenden, vgl. Schol. Ar. Vesp. 397; Thuc. 1, 50. 3, 78 u. Sp., die auch das activum so brauchen, wie Pol. 16, 3, 8; κρούεσϑαι ἐπὶ πρύμναν, App. B. C. 5, 119; κρούεσϑαι τὸ πτερόν, zurückfliegen, Ael. N. A. 3, 13.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κρούω

  • 18 δίδυμος

    δίδυμος, η, ον, auch 2 Endgn, αἱ δίδυμοι, Pind. P. 4, 209, wie Plat. Legg. III, 691 d; doppelt, zweifach; von δύο mit Reduplication? oder von δι- (δίς δύο) und δύεσϑαι, vgl. ἀμφίδυμος, νήδυμος? Bei Homer zweimal: Iliad. 23, 641 von den Aktorionen οἱ δ' ἄρ' ἔσαν δίδυμοι' ὁ μὲν ἔμπεδον ἡνιόχευεν, ἔμπεδον ἡνιόχευ', ὁ δ' ἄρα μάστιγι κέλευεν, d. h. sie waren zusammengewachsen, ein Doppelleib; Scholl. vs. 638. 639 Ἀρίσταρχος δὲ διδύμους ἀκούει οὐχ οὕτως ὡς ἡμεῖς ἐν τῇ συνηϑείᾳ νοοῠμεν, οἷοι ἦσαν καὶ οἱ Διόσκουροι, ἀλλὰ τοὺς διφυεῖς, δύο ἔχοντας σώματα, Ἡσιόδῳ μάρτυρι χρώμενος, καὶ τοὺς συμπεφυκότας ἀλλήλοις. οὕτως γὰρ καὶ τὸ λεγόμενον ἐπ' αὐτῶν σαφηνίζεσϑαι ἄριστα; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 26 Διδυμάονε δίδυμοι ἀδελφοὶ οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασιν. οἱ δὲ συμφυεῖς δίδυμοι λέγονται. Vgl. s. v. Διδυμάων u. s. Lehrs Aristarch. p. 179. Odyss. 19, 227 αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι; auch diese Stelle erklärte man im Alterthum analog der Stelle Iliad. 23, 641, δίδυμοι αὐλοί = zwei mit einander unmittelbar verbundene αὐλοί, Scholl. διδύμοισι: διπλαῖς, ἢ συμφυέσι περόναις. – Folgende: χερὶ διδύμᾳ Pind. p. 2, 9, u. öfter; Plat. Tim. 77 d u. sonst; δίδυμος κασίγνητος, Zwillingsbruder, Pind. N. 1, 36, wie ἀδελφός, Dem. 25, 79; so oft bei Att.; γενέσεις διδύμους γεννησάμενος Plat Critia. 113 e; auch δίδυμα, Arist. H. A. 7, 4. – Bei Galen. u. Philodem. 8 (v, 126) sind οἱ δίδυμοι die zwei Hoden.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δίδυμος

  • 19 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 20 εἴδωλον

    εἴδωλον, ου, τό (Hom. et al. ordinarily in the sense: form, image, shadow, phantom; cp. Ath. 27, 1; Hippol., Ref. 4, 50, 2; AcJ 28 [Aa II/1] 166, 13 used by a Christian of his bodily appearance as opposed to his real Christian self; LexGrMin 53, 20–24). In the LXX εἴδωλον bridges two views: the deities of the nations have no reality, and so are truly the products of fantasy; and they are manufactured by human hands (cp. the satire expressed, e.g., 3 Km 18:27; Jer 2:27f; Is 44:12–17).
    cultic image/representation of an alleged transcendent being, image, representation (cp. Chaeremon Fgm. 25 Db p. 38 H.: the falcon as εἰ. of the sun signifies a deity; Is 30:22; 2 Ch 23:17; Tob 14:6; EpJer 72; Just., A I, 64, 1 τὸ εἰ. τῆς λεγομένης Κο͂ρης; Ath. 15, 1; Orig., C. Cels. 3, 15, 15 [w. ἀγάλματα]; cp. Polyb. 30, 25, 13 θεῶν ἢ δαιμόνων εἴδωλα ‘images of gods or demi-gods’; Vett. Val. 67:5; 113, 17; Cat. Cod. Astr. VII p. 176, 22; OGI 201, 8; PStras 91, 10; PSI 901, 13 and 22). Sacrifices were made to it (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 13, 23 p. 407, 31 Jac. πρὸς τῷ εἰδώλῳ ἀποσφάττεσθαι; Num 25:2; 1 Macc 1:43; cp. Orig., C. Cels. 1, 36, 32 ἀπὸ τῶν εἰ. μαντείαν λαβεῖν; since Mosaic law forbade material representation of God, all references in our lit. to a divine image, usu. transliterated ‘idol’, relate to polytheistic Gr-Rom. depiction) Ac 7:41; gold and silver (Ps 113:12) Rv 9:20. εἴδωλα ἄφωνα images that cannot speak 1 Cor 12:2 (but s. 2 below; cp. Hab 2:18; 3 Macc 4:16; JosAs 3:10 πρόσωπα τῶν εἰ.; 8:5 εἴ. νεκρὰ καὶ κωφά al.; Ar. 13, 1 θεοποιούμενοι τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴ. ‘making gods out of mute and insensible images’.—Polytheists also know that the images of the gods are lifeless: e.g. Artem. 4, 36 ταῦτα οὐ ζῇ; for Ancient Near East s. MGruber, DDD 240. τούτων εἰδώλων τῶν πλάνων ‘these deceptive [deified] images’ ApcPt Bodl. ἵνα μηκέτι εἰδώλοις λατρεύῃς καὶ κνίσαις ‘so that you might no longer devote yourselves to images and sacrificial smoke’ AcPl Ha 2, 32. Cp. εἴδωλα, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων Theoph. Ant. 2, 34 [p.184, 25]).
    through metonymy the image and the deity or divinity alleged to be represented are freq. associated in such manner that the image factor is less significant than the component of unreality or spuriousness of what is represented (cp. Is 44:6–20; 46;1–7; Wsd 13–14) fabricated/imaged deity, idol (oft. LXX, also Philo; Jos., Ant. 9, 273; 10, 50; TestReub 4:6; TestSol; TestJos 4:5; 6:5; JosAs; Just., A I, 49, 5 al.; Iren. 1, 15, 4 [Harv. I 153, 7] al.; Orig., C. Cels. 5, 43, 11 [w. δαίμονες]) βδελύσσεσθαι τὰ εἴ. abhor idols Ro 2:22; cp. B 4:8. … ὅτι εἴ. τί ἐστιν; (do I mean to say) that an imaged deity is anything? 1 Cor 10:19 (i.e. the cult object as alleged image is evident, but its subject has no real existence as a god; Paul means that if any transcendent reality is at all to be assigned to an εἴδωλον, its status is not that of a god but of the lesser beings known as δαίμονες 1 Cor 10:20). Cp. 1 Cor 12:2 (s. 1 above). Contrasted w. the temple of God, i.e. God’s people 2 Cor 6:16. Contrasted w. God (cp. θεοὶ δὲ οὐ τὰ εἴδωλα ἢ δαίμονες Did., Gen. 248, 6) 1 Th 1:9. ἀπὸ τῶν εἰ. ἀποσπᾶν tear away fr. imaged deities 2 Cl 17:1; οὐδὲν εἴ. ἐν κόσμῳ (in wordplay w. οὐδεὶς θεός) no idol has any real existence in the universe (Twentieth Century NT) 1 Cor 8:4 (cp. the contrast between humanity as being οὐδέν and heaven that abides for the immortals Pind., N. 6, 3). τῇ συνηθείᾳ (v.l. συνειδήσει) because of their consciousness, up to now, that this is an imaged deity vs. 7; Ac 15:20; ἱερεῖς τῶν εἰ. priests of the imaged deities B 9:6. φυλάσσειν ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν εἰ. keep oneself fr. deified illusions or ghosts (i.e. views of God that are divorced from the truth of God’s self-revelation in Jesus Christ; in contrast to this ἀλήθεια, the εἴδωλα are but phantoms in the Gr-Rom. sense of the term) 1J 5:21. JSuggit, JTS 36, ’85, 386–90. TPodella, Das Lichtkleid ’96, esp. 164–85.—B. 1491. DELG s.v. εἶδος. DDD s.v.‘AZZABIM and GILLULIM’. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εἴδωλον

См. также в других словарях:

  • συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • συνήθεια — η 1. η τάση που απόκτησε κάποιος με την επανάληψη της ίδιας ενέργειας και με τον ίδιο τρόπο: Δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες. – Του έγινε συνήθεια να ξυπνά πολύ πρωί. 2. έθιμο: Δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνήθειες αυτού του τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… …   Dictionary of Greek

  • σπλαχνοσκοπία — Η μελέτη των σπλάχνων ζώου, που πρόκειται να θυσιαστεί, με σκοπό τη πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων. Αποτελεί κλάδο της μαντικής και συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων, στους οποίους διαδόθηκε τον 7o αι. π.Χ. από τους Χαλδαίους, τους Αιγυπτίους τους… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • Κουρτίδης, Αριστοτέλης — (Μυριόφυτο Θράκης 1858 – Πειραιάς 1928). Λόγιος και παιδαγωγός. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για τέσσερα χρόνια στη Γερμανία όπου σπούδασε φιλοσοφία,… …   Dictionary of Greek

  • ονυχοφαγία — Συνήθεια να δαγκώνει κανείς τα νύχια του, συχνή μεταξύ των παιδιών, η οποία μπορεί να έχει παθολογική σημασία νευρωσικού τύπου, όταν παρουσιάζεται μαζί με άλλα συμπτώματα της πάθησης. Μερικές φορές παρατείνεται και κατά την ενηλικίωση και μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • κουστούμι — και κοστούμι, το 1. το σύνολο όλων τών εξωτερικών ενδυμάτων, περιβολή, φορεσιά 2. ανδρική ενδυμασία από σακάκι και παντελόνι ραμμένα από το ίδιο ύφασμα 3. το ιδιαίτερο ένδυμα που φοριέται τις απόκριες ως στολή, καθώς και εκείνο που φορούν οι… …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»